- υδροσόβη
- η, Νεπίμηκες τεμάχιο ξύλου που τοποθετείται υπό γωνία στο κάτω τμήμα τών φύλλων πόρτας ή παραθύρου για να παρεμποδίζεται έτσι η εισροή τών νερών τής βροχής, κν. νεροδιώχτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + σόβη (< σοβώ «απομακρύνω, διώχνω»), πρβλ. μυιο-σόβη].
Dictionary of Greek. 2013.